- υποδράσσομαι
- και αττ. τ. ὑποδράττομαι Απροσπαθώ να πιάσω, να αρπάξω κάτι κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δράσσομαι / δράττομαι «πιάνω, αρπάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδραξάμενος — ὑποδράσσομαι try to get hold of aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)